γλεντοκόπημα

γλεντοκόπημα
γλεντοκόπι τό кутёж, попойка;
гульба; разгул

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γλεντοκόπημα" в других словарях:

  • γλεντοκόπημα — το το πολύωρο γλέντι: Ύστερα από τόσο γλεντοκόπημα πονούσε το κεφάλι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλεντοκόπι — και γλεντοκόπημα, το [γλεντοκοπώ] 1. συνεχής διασκέδαση («το γλεντοκόπι τού γάμου») 2. η εύθυμη, αμέριμνη διάθεση («τής χαράς το γλεντοκόπι, τού καημού το μαύρο κλάμα») …   Dictionary of Greek

  • ξεφάντωμα — το [ξεφαντώνω] ξέφρενο γλέντι, γλεντοκόπημα …   Dictionary of Greek

  • γλεντοκόπι — το το γλεντοκόπημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεφάντωμα — το, ατος η διασκέδαση, το γλέντι, το γλεντοκόπημα: Δεν ήρθα για ξεφάντωμα ούτε για πανηγύρι (Πολέμης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»